ιδιοποίηση

ιδιοποίηση
η
σφετερισμός ξένης περιουσίας, παράνομη κατάληψη ξένου πράγματος: Ιδιοποίηση ξένης πνευματικής δημιουργίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιδιοποίηση — (Νομ.). Όρος που αναφέρεται στο ποινικό δίκαιο (άρθρο 375 Ποινικού Κώδικα), για τα αδικήματα κατά της περιουσίας (κλοπή, υπεξαίρεση κλπ.). Εκεί προβλέπεται η ποινή για όποιον ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα. Η ι.… …   Dictionary of Greek

  • κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… …   Dictionary of Greek

  • υπεξαίρεση — (Νομ.). Η ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος από μέρους προσώπου, στην κατοχή του οποίου βρίσκεται για οποιοδήποτε λόγο. Με το πράγμα εξομοιώνεται και το τίμημα πράγματος, που ο κύριός του έχει εμπιστευτεί για πώληση, καθώς και το πράγμα που… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… …   Dictionary of Greek

  • διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

  • διαρπαγή — η (AM διαρπαγή) 1. λεηλασία, λαφυραγώγηοη, σύληση 2. βίαιη κατάληψη πράγματος με σκοπό την ιδιοποίησή του …   Dictionary of Greek

  • εξάφρισμα — και ξάφρισμα, το [εξαφρίζω] 1. εξάφριση 2. η ιδιοποίηση ξένων πραγμάτων με πονηρία και επιτηδειότητα …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • λογοκλοπία — και λογοκλοπή, η (Α λογοκλοπία) η κλοπή, η ιδιοποίηση ξένων λόγων ή σκέψεων ή ξένης διδασκαλίας, γενικώς ξένης πνευματικής εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + κλοπία (< κλόπος < κλέπτω), πρβλ. πυρο κλοπία] …   Dictionary of Greek

  • νοσφισμός — ο (Α νοσφισμός) [νοσφίζομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νοσφίζομαι, ιδιοποίηση, σφετερισμός, κλοπή αρχ. αποχωρισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”